- ημίφθορο
- το(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 μεγάλα σημεία με τα οποία διενεργείται η σημειογραφία τής βυζαντινής μουσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + φθορά, σημείο τής βυζαντινής μουσικής σημειογραφίας. Η λ. στον πληθ. ημίφθορα (σημεία τής παλαιότερης εκκλησιαστικής μουσικής) μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάνν. Δ. Τζέτζη].
Dictionary of Greek. 2013.